- καθιστίασις
- καθιστ-ίᾱσις, εως, ἡ,A expenditure on feasts, IG7.2710 (Acraeph.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθιστίασις — καθιστίασις, ἡ (Α) [καθιστιῶ] επιγρ. η δαπάνη για τέλεση εορτής, συμποσίου, ευωχίας … Dictionary of Greek